- εὐκατάγνωστος
- εὐκατάγνωστοςblameworthymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκατάγνωστος — εὐκατάγνωστος, ον (Α) αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα γνωστος (< κατα γιγνώσκω «καταδικάζω»), πρβλ. α κατά γνωστος] … Dictionary of Greek
εὐκατάγνωστον — εὐκατάγνωστος blameworthy masc/fem acc sg εὐκατάγνωστος blameworthy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατάγνωστα — εὐκατάγνωστος blameworthy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)